- αμεριμνησία
- αμεριμνησία, η και αμεριμνία, ηαφροντισιά, ξεγνοιασιά: Αμεριμνησία σαν τη δική σου δεν έχω ξανασυναντήσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμεριμνησία — η [μεριμνώ] το να είναι κανείς απαλλαγμένος από μέριμνες, αφροντισιά, ξενοιασιά … Dictionary of Greek
αβασανισιά — η [αβασάνιστος] έλλειψη βασάνων, φροντίδων, άνεση ζωής, αμεριμνησία … Dictionary of Greek
ακηδία — ἀκηδία, η (AM) στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) [ἀκηδής] 1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια 2. αθυμία 3. εξάντληση, εξασθένηση μσν. (Εκκλ.) 1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία 2. άγχος, αγωνία 3. απελπισία 4. θλίψη 5.… … Dictionary of Greek
αλαφροκαρδιά — η [αλαφρόκαρδος] ελαφρότητα τής καρδιάς, αμεριμνησία, ξενοιασιά … Dictionary of Greek
αλαφροσύνη — η [αλαφρός] 1. έλλειψη μεγάλου βάρους, ελαφρότητα 2. αμεριμνησία, ευθυμία 3. επιπολαιότητα, ανοησία 4. αλάφρωμα, βελτίωση στην κατάσταση ενός αρρώστου … Dictionary of Greek
αμέριμνος — η, ο (AM ἀμέριμνος, ον) αυτός που δεν έχει μέριμνες, φροντίδες, ο ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν μεριμνά κανείς, ο παραμελημένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμέριμνον η αμεριμνησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μέριμνα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεριμνῶ αρχ.… … Dictionary of Greek
αμεριμνία — ἀμεριμνία, η (AM) [ἀμέριμνος] 1. αμεριμνησία, ξενοιασιά 2. ασφάλεια, σιγουριά … Dictionary of Greek
αμεριμνοσύνη — η [αμέριμνος] αμεριμνησία, αφροντισιά … Dictionary of Greek
ασυλλογισιά — η 1. απερισκεψία 2. αμεριμνησία, ξενοιασιά … Dictionary of Greek
ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… … Dictionary of Greek